μαϊντανός (ο) ουσ. |<τουρκ. maidanoz <ελλ. μακεδονήσι| το φυτό πετροσέλινο το ήμερο, μακεδονήσι ||(μτφ) άνθρωπος που ανακατεύεται σε όλα χωρίς να έχει αρμοδιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.